ἀναποδιστής

ἀναποδιστής
ἀναποδιστής
one who drives back
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναποδιστής — ἀναποδιστής, ο (Μ) [ἀναποδίζω (Ι)] 1. αυτός που εμποδίζει 2. αυτός που επιστρέφει 3. στον πληθ. οἱ ἀναποδισταί οι αιρετικοί που επιστρέφουν στην Ορθοδοξία …   Dictionary of Greek

  • αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”